- ορμητός
- ὁρμητός, -ή, -όν (Α) [ορμώ]ο δεκτικός κινήσεως, αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁρμητόν — ὁρμητός set in motion masc acc sg ὁρμητός set in motion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρμητος — ον, Α πολύ ορμητικός, πολύ σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁρμητός (< ὁρμώ), πρβλ. αυθ όρμητος] … Dictionary of Greek
ευπαρόρμητος — εὐπαρόρμητος, ον (Α) αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ορμώ (πρβλ. α παρ όρμητος)] … Dictionary of Greek
ευόρμητος — εὐόρμητος, ον (Α) 1. αυτός που ορμά δυνατά, που ρέπει προς κάτι, ο επιρρεπής 2. εύορμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορμητός (< ορμώ)] … Dictionary of Greek
παλινόρμητος — παλινόρμητος, ον (ΑΜ) αυτός που ορμά προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὁρμητός (< ὁρμῶ)] … Dictionary of Greek
ὁρμητάς — ὁρμητά̱ς , ὁρμητής imperious person masc acc pl ὁρμητά̱ς , ὁρμητής imperious person masc nom sg (epic doric aeolic) ὁρμητά̱ς , ὁρμητός set in motion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητήν — ὁρμητής imperious person masc acc sg (attic epic ionic) ὁρμητός set in motion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)